- καψιπήδαλος
- καψῐπήδαλος, ὁ,A = ὁ μετὰ τῶν τὰ ἄλφιτα [ἐχόντων] καὶ μὴ διδόντων ἁλόμενος, Hsch.: καπηδάλους is corrupt in Eratosth. ap. EM286.36; cf. ἐγκαψικίδαλος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καψιπήδαλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)